- εχεπευκής
- ἐχεπευκής, -ές (Α)1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε-* (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. *πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. τού επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].
Dictionary of Greek. 2013.